παρρησιαστικός

παρρησιαστικός
-ή, -ό
αυτός που λέγει ή λέγεται με παρρησία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρρησιαστικός — outspoken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικός — ή, όν, ΜΑ [παρρησιάζομαι] 1. αυτός που μιλά με παρρησία 2. (για λόγο) αυτός που λέχθηκε με παρρησία …   Dictionary of Greek

  • παρρησιαστικά — παρρησιαστικός outspoken neut nom/voc/acc pl παρρησιαστικά̱ , παρρησιαστικός outspoken fem nom/voc/acc dual παρρησιαστικά̱ , παρρησιαστικός outspoken fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικώτερον — παρρησιαστικός outspoken adverbial comp παρρησιαστικός outspoken masc acc comp sg παρρησιαστικός outspoken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικῶν — παρρησιαστικός outspoken fem gen pl παρρησιαστικός outspoken masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικόν — παρρησιαστικός outspoken masc acc sg παρρησιαστικός outspoken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικώτατον — παρρησιαστικός outspoken masc acc superl sg παρρησιαστικός outspoken neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικοῖς — παρρησιαστικός outspoken masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικοί — παρρησιαστικός outspoken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιαστικούς — παρρησιαστικός outspoken masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”